- πεδαορος
- πεδάορος2эол. = μετήορος См. μετηορος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεδάορος — και πεδήορος, ον, Α (αιολ. και δωρ. τ.) αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο μετέωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ηορος / ᾱορος (< ἀείρω [Ι] «σηκώνω»), βλ. λ. μετέωρος] … Dictionary of Greek
πεδάορον — πεδά̱ορον , μετήορος raised from off the ground masc/fem acc sg (aeolic) πεδά̱ορον , μετήορος raised from off the ground neut nom/voc/acc sg (aeolic) πεδά̱ορον , πεδάορος masc/fem acc sg πεδά̱ορον , πεδάορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδήορος — ον, Α βλ. πεδάορος … Dictionary of Greek
πεδάοροι — πεδά̱οροι , μετήορος raised from off the ground masc/fem nom/voc pl (aeolic) πεδά̱οροι , πεδάορος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)